Vandræði στα ελληνικά

Μετάφραση: vandræði, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσκολία, δυσχέρεια, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Vandræði στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vandi στα ελληνικά - έθιμο, δυσκολία, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών, δυσχέρεια
  • vandlega στα ελληνικά - προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
  • vani στα ελληνικά - έξη, συνήθεια, θα, θα είναι, θα το, βούληση
  • vanlaus στα ελληνικά - απελπισμένος
Τυχαίες λέξεις
Vandræði στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσκολία, δυσχέρεια, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο