Vani στα ελληνικά

Μετάφραση: vani, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξη, συνήθεια, θα, θα είναι, θα το, βούληση
Vani στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vandlega στα ελληνικά - προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
  • vandræði στα ελληνικά - δυσκολία, δυσχέρεια, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
  • vanlaus στα ελληνικά - απελπισμένος
  • vara στα ελληνικά - τελευταίος, φτουρώ, συνεχίζω, διαρκώ, συνεχίζομαι, προϊόν, προϊόντος, ...
Τυχαίες λέξεις
Vani στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξη, συνήθεια, θα, θα είναι, θα το, βούληση