Abono στα ελληνικά
Μετάφραση: abono, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδρομή, κοπριά, λίπασμα, εγγυώμαι, εχέγγυο, αντίκρισμα, εγγύηση, λιπασμάτων, λιπάσματος, λιπάσματα, των λιπασμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abonar στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
- abonarse στα ελληνικά - προσφέρω, εγγραφείτε, να εγγραφείτε, συνδρομητής, εγγραφούν, γραφτείτε
- abordable στα ελληνικά - προσηνής, ευπροσήγορος, προσιτός, προσιτή, προσιτό, προσιτές, προσιτά
- aborigen στα ελληνικά - γηγενής, ντόπιος, ιθαγενής, αυτόχθονες, Αβορίγινες, Αβορίγινων, Αβοριγίνων
Τυχαίες λέξεις
Abono στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδρομή, κοπριά, λίπασμα, εγγυώμαι, εχέγγυο, αντίκρισμα, εγγύηση, λιπασμάτων, λιπάσματος, λιπάσματα, των λιπασμάτων
Μεταφράσεις: συνδρομή, κοπριά, λίπασμα, εγγυώμαι, εχέγγυο, αντίκρισμα, εγγύηση, λιπασμάτων, λιπάσματος, λιπάσματα, των λιπασμάτων