Acaudalado στα ελληνικά

Μετάφραση: acaudalado, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος, εγώ, Ι, έχω, I, μου
Acaudalado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acatamiento στα ελληνικά - σέβομαι, σεβασμός, παραμονή
  • acatar στα ελληνικά - παρατηρώ, σέβομαι, σεβασμός, τηρώ, τηρούν, τηρήσουν, να τηρούν, ...
  • acaudillar στα ελληνικά - εντολή, διατάζω, προστάζω, μόλυβδος, προσταγή, λουρί, ηγούμαι
  • acceder στα ελληνικά - αποδέχομαι, συνδεθείτε, συνδεθείτε για, να συνδεθείτε για, να συνδεθείτε, σύνδεση
Τυχαίες λέξεις
Acaudalado στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος, εγώ, Ι, έχω, I, μου