Acceder στα ελληνικά

Μετάφραση: acceder, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, συνδεθείτε, συνδεθείτε για, να συνδεθείτε για, να συνδεθείτε, σύνδεση
Acceder στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acaudalado στα ελληνικά - εύπορος, πλούσιος, ευκατάστατος, εγώ, Ι, έχω, I, ...
  • acaudillar στα ελληνικά - εντολή, διατάζω, προστάζω, μόλυβδος, προσταγή, λουρί, ηγούμαι
  • accesibilidad στα ελληνικά - προσιτότητα, προσβασιμότητα, προσβασιμότητας, δυνατότητα πρόσβασης, την προσβασιμότητα
  • accesible στα ελληνικά - ευπροσήγορος, ευπρόσιτος, προσηνής, προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, προσβάσιμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Acceder στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, συνδεθείτε, συνδεθείτε για, να συνδεθείτε για, να συνδεθείτε, σύνδεση