Afectar στα ελληνικά
Μετάφραση: afectar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πινελιά, επηρεάζω, παριστάνω, αγγίζω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις
- afectación στα ελληνικά - εκζήτηση, επιτήδευση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
- afectado στα ελληνικά - επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
- afecto στα ελληνικά - στοργή, τρυφερότητα, στοργικός, τρυφερός, αγάπη, την αγάπη, αγάπης, ...
- afectuosamente στα ελληνικά - στοργικά, αγάπη, με αγάπη, χαϊδευτικά, αγάπη που
Τυχαίες λέξεις
Afectar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πινελιά, επηρεάζω, παριστάνω, αγγίζω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις: πινελιά, επηρεάζω, παριστάνω, αγγίζω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει