Afilado στα ελληνικά
Μετάφραση: afilado, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιφνίδιος, οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, έντονος, οξύς, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aficionado στα ελληνικά - ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
- afición στα ελληνικά - γεύομαι, αρέσκεια, γούστο, γεύση, χόμπι, Hobby, Χόμπυ, ...
- afilador στα ελληνικά - μύλος, μύλο, τριβείο, άλεσης, μύλο του
- afilar στα ελληνικά - ξύνω, ακονίζω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Τυχαίες λέξεις
Afilado στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, έντονος, οξύς, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, οξυδερκής, κοφτερός, μυτερός, έντονος, οξύς, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό