Apoderado στα ελληνικά

Μετάφραση: apoderado, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο
Apoderado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apocar στα ελληνικά - ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
  • apodar στα ελληνικά - παρατσούκλι, επονομάζω, μεταγλωττίζω, ψευδώνυμο, nickname, ψευδώνυμό, το ψευδώνυμό
  • apoderar στα ελληνικά - εξουσιοδοτώ, τιτλοφορώ, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
  • apodo στα ελληνικά - παρατσούκλι, ψευδώνυμο, nickname, ψευδώνυμό, το ψευδώνυμό
Τυχαίες λέξεις
Apoderado στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγελιοδόχος, εντολοδόχος, δικηγόρος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο