Asilo στα ελληνικά

Μετάφραση: asilo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστατεύω, καταφύγιο, καταφεύγω, άσυλο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Asilo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asignar στα ελληνικά - αποδίδω, διορίζω, διανέμω, αναθέτω, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, ...
  • asignatura στα ελληνικά - υποκείμενο, υπήκοος, αντικείμενο, θέμα, υπόκεινται, υπόκειται
  • asimilación στα ελληνικά - αφομοίωση, απορρόφηση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
  • asimilar στα ελληνικά - εξομοιώνω, αφομοιώνουν, αφομοιώσει, αφομοιώσουν, αφομοιώνει, αφομοιωθούν
Τυχαίες λέξεις
Asilo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστατεύω, καταφύγιο, καταφεύγω, άσυλο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου