Condimentar στα ελληνικά
Μετάφραση: condimentar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδο, καρυκεύω, καρύκευμα, μπαχαρικό, νοστιμίζω, περίοδος, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- condicional στα ελληνικά - υπό όρους, όρους, αίρεση, εξαρτάται, εξαρτάται από
- condición στα ελληνικά - πάθηση, θέση, κατάσταση, τοποθεσία, τοποθετώ, προϋπόθεση, όρο, ...
- condimento στα ελληνικά - άρτυμα, δέσιμο, καρύκευμα, καρυκεύματα, καρυκεύματος, καρυκευμάτων, σαν καρύκευμα
- condiscípulo στα ελληνικά - φιλαράκος, φίλος, συμμαθητής, συμμαθητή, συμμαθητής του, του συμμαθητή, συμμαθήτρια
Τυχαίες λέξεις
Condimentar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδο, καρυκεύω, καρύκευμα, μπαχαρικό, νοστιμίζω, περίοδος, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων
Μεταφράσεις: περίοδο, καρυκεύω, καρύκευμα, μπαχαρικό, νοστιμίζω, περίοδος, μπαχαρικών, μπαχαρικά, καρυκευμάτων