Καρυκεύω στα ισπανικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especia, gusto, condimentar, especias, de especias, spice, la especia
Καρυκεύω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας ισπανικά, καρυκεύω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα ισπανικά - acecho, emboscada, asechar, trampa, de Trampa, de Trampa a, trampa de, ...
  • καρτερία στα ισπανικά - resistencia, aguante, la resistencia, de resistencia, resistencia de
  • καρφί στα ισπανικά - clavar, uña, clavo, uñas, de uñas, del clavo
  • καρφίτσα στα ισπανικά - broche, clavija, alfiler, clavar, broche de, la broche, broche del, ...
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: especia, gusto, condimentar, especias, de especias, spice, la especia