Consecutivo στα ελληνικά

Μετάφραση: consecutivo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαδοχικός, μετά, επόμενος, διαδοχικές, συνεχόμενες, συνεχόμενα, διαδοχικών, συνεχόμενη
Consecutivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • consecuencia στα ελληνικά - κατάληξη, συνέπεια, τεύχος, επακόλουθο, σημασία, επίπτωση, έκβαση, ...
  • consecuente στα ελληνικά - σταθερός, συνεπής, επακόλουθη, συνέπεια, συνακόλουθη, επακόλουθες
  • conseguir στα ελληνικά - πραγματοποιώ, κατορθώνω, επιτυγχάνω, αποκτώ, φτάνω, καταφέρω, παίρνω, ...
  • conseja στα ελληνικά - μύθος, παραμύθι, ρεσιτάλ, ιστορία
Τυχαίες λέξεις
Consecutivo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαδοχικός, μετά, επόμενος, διαδοχικές, συνεχόμενες, συνεχόμενα, διαδοχικών, συνεχόμενη