Decisivo στα ελληνικά

Μετάφραση: decisivo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοριστικός, αποφασιστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Decisivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • decimosexto στα ελληνικά - δέκατος έκτος, δέκατη έκτη, δέκατο έκτο, δέκατου έκτου, δεκάτου έκτου
  • decir στα ελληνικά - ξεχωρίζω, λέω, διηγούμαι, μιλώ, αφηγούμαι, κρένω, λένε, ...
  • decisión στα ελληνικά - απόφαση, αποφασιστικότητα, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή
  • declamación στα ελληνικά - δημηγορία, απαγγελία
Τυχαίες λέξεις
Decisivo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοριστικός, αποφασιστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό