Αποφασιστικός στα ισπανικά
Μετάφραση: αποφασιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decisivo, decisiva, determinante, decisivas, decisivos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφασιστικός
αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, αποφασιστικός στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- αποφασίζω στα ισπανικά - reinar, resolución, acordar, resolver, delimitar, decidir, decidirse, ...
- αποφασισμένος στα ισπανικά - decidido, resuelto, determinado, determinada, determina, determinó, determine
- αποφασιστικότητα στα ισπανικά - decisión, determinación, definición, la determinación, determinación de, determinar
- αποφεύγω στα ισπανικά - esquivar, evadir, excusar, sortear, eludir, evitar, soslayar, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: decisivo, decisiva, determinante, decisivas, decisivos
Μεταφράσεις: decisivo, decisiva, determinante, decisivas, decisivos