Despierto στα ελληνικά
Μετάφραση: despierto, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγρυπνος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνιο, ξύπνια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- despiadado στα ελληνικά - ανελέητος, ανηλεής, άσπλαχνος, αδίστακτος, αδίστακτη, αδίστακτο, ανελέητη
- despido στα ελληνικά - αποπομπή, απόλυση, απόλυσης, απολύσεως, την απόλυση, απόρριψη
- despilfarrado στα ελληνικά - απλοχέρης, πολυδάπανος, σπάταλος, Έχασα, σπατάλησα, χαράμισα, που σπατάλησα, ...
- despilfarrar στα ελληνικά - καταδαπανώ, διασπαθίζω, κατασπαταλώ, σπαταλώ, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, ...
Τυχαίες λέξεις
Despierto στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγρυπνος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνιο, ξύπνια
Μεταφράσεις: άγρυπνος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνιο, ξύπνια