Desvalido στα ελληνικά
Μετάφραση: desvalido, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- desunir στα ελληνικά - μοιράζω, χωριστός, ξεχωριστός, διχοτομία, αποσυνδέω, χωρίζω, ιδιαίτερος, ...
- desunión στα ελληνικά - διαίρεση, διχασμός, διχόνοια, έλλειψη ενότητας, διχασμού
- desvalijar στα ελληνικά - ληστεύω, λεηλατώ, ξεγυμνώνω, διερευνώ, διασπάζω, επελάσουν, ψάξει εξονυχιστικά, ...
- desvanecer στα ελληνικά - διασκορπίζω, διαλύσει, διαλυθούν, διαλύσουν, άρση
Τυχαίες λέξεις
Desvalido στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Μεταφράσεις: ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο