Ανήμπορος στα ισπανικά
Μετάφραση: ανήμπορος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impotente, desvalido, indefenso, desamparado, indefensa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήμπορος
ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος lyrics, ανήμπορος - καζαντζίδης στελιος, ανήμπορος συνωνυμα, ο ανήμπορος, ανήμπορος στιχοι, ανήμπορος λεξικό γλώσσας ισπανικά, ανήμπορος στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ανήθικος στα ισπανικά - inmoral, inmorales, inmoralidad
- ανήκω στα ισπανικά - pertenecer, pertenecen, pertenecerá, pertenece, pertenezcan
- ανήσυχα στα ισπανικά - inquieto, inquietud, incómodamente, con inquietud, intranquilo
- ανήσυχος στα ισπανικά - ansioso, inquieto, preocupado, preocupados, preocupada, preocupa, preocupación
Τυχαίες λέξεις
Ανήμπορος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: impotente, desvalido, indefenso, desamparado, indefensa
Μεταφράσεις: impotente, desvalido, indefenso, desamparado, indefensa