Dirigirse στα ελληνικά

Μετάφραση: dirigirse, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεύθυνση, απευθύνω, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
Dirigirse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • directriz στα ελληνικά - οδηγία, οδηγίας, της οδηγίας, την οδηγία, οδηγίας του
  • dirigir στα ελληνικά - σκηνοθετώ, καθοδηγώ, οδηγός, ξεναγώ, συμπεριφορά, χειρίζομαι, φέρσιμο, ...
  • discernimiento στα ελληνικά - διάκριση, οξυδέρκεια, διάκρισης, διορατικότητα, τη διάκριση
  • discernir στα ελληνικά - διαβλέπω, διακρίνω, διακρίνει, διακρίνουμε, διακρίνουν, διακρίνετε
Τυχαίες λέξεις
Dirigirse στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεύθυνση, απευθύνω, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση