En στα ελληνικά

Μετάφραση: en, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέσα, κάθε, από, εντός, ανά, σε, στο, στην, στη, στον
En στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • empírico στα ελληνικά - εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών
  • emulsión στα ελληνικά - γαλάκτωμα, γαλακτώματος, του γαλακτώματος, γαλάκτωμα που, γαλακτωμάτων
  • enagua στα ελληνικά - μεσοφόρι, μεσοφοριών, petticoat, μισοφόρι, μεσοφόρι που
  • enaguas στα ελληνικά - μεσοφόρι, μεσοφοριών, petticoat, μισοφόρι, μεσοφόρι που
Τυχαίες λέξεις
En στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέσα, κάθε, από, εντός, ανά, σε, στο, στην, στη, στον