Enfermera στα ελληνικά
Μετάφραση: enfermera, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- enfado στα ελληνικά - θυμός, οργή, θυμό, θυμού, το θυμό
- enfermedad στα ελληνικά - αρρώστια, ασθένεια, νόσος, νόσου, νόσο, της νόσου
- enfermería στα ελληνικά - νοσοκομείο, περίθαλψη, θηλασμός, νοσηλευτικής, νοσηλευτική, νοσηλευτικό
- enfermizo στα ελληνικά - φιλάσθενος, ασθενικός, ασθενικά, ασθενικό, αρρωστημένο
Τυχαίες λέξεις
Enfermera στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα