Engrosar στα ελληνικά
Μετάφραση: engrosar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγεθύνω, πυκνώνω, πήζω, δένω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Μεταφράσεις
- engrasar στα ελληνικά - γράσο, λιπαντικό, λίπος, γράσου, λίπη, λιπών
- engrase στα ελληνικά - λίπανση, γράσο, λίπος, Grease, γράσου, Γράσα
- engullir στα ελληνικά - καταπίνω, καταβροχθίζω, καταβροχθίσουν, καταβροχθίζουν, καταβροχθίσει, καταπίνουν
- enigma στα ελληνικά - κοσκινίζω, αίνιγμα, μυστικός, απόρρητος, μυστήριο, γρίφος, μυστικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Engrosar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγεθύνω, πυκνώνω, πήζω, δένω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Μεταφράσεις: μεγεθύνω, πυκνώνω, πήζω, δένω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά