Entrometerse στα ελληνικά
Μετάφραση: entrometerse, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεμβαίνω, παρεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- entrevista στα ελληνικά - συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
- entristecer στα ελληνικά - θλίβομαι, θρηνήσει, θρηνήσουν, λυπάστε, θλίβονται
- entumecer στα ελληνικά - ναρκώνω, μουδιάζω
- entumecimiento στα ελληνικά - μούδιασμα, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα
Τυχαίες λέξεις
Entrometerse στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεμβαίνω, παρεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν
Μεταφράσεις: επεμβαίνω, παρεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν