Envejecer στα ελληνικά

Μετάφραση: envejecer, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Envejecer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • envasar στα ελληνικά - πακέτο, συσκευασία, πακέτου, δέσμη, συσκευασίας
  • envase στα ελληνικά - πακέτο, συσκευασία, πακέτου, δέσμη, συσκευασίας
  • envenenar στα ελληνικά - δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
  • enviar στα ελληνικά - πόστο, μεταδίδω, δοκάρι, πλοίο, διοχετεύω, ταχυδρομείο, ταχυδρομώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Envejecer στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών