Ηλικία στα ισπανικά
Μετάφραση: ηλικία, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
envejecer, edad, era, la edad, años, de edad, edad de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικία
ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία λεξικό γλώσσας ισπανικά, ηλικία στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτρονικός στα ισπανικά - electrónico, electrónica, electrónicos, electrónico de, electrónicas
- ηλιακός στα ισπανικά - solar, solares, solar de, energía solar
- ηλικίας στα ισπανικά - anciano, añoso, edad, la edad, años, de edad, edad de
- ηλικιωμένος στα ισπανικά - añoso, anciano, mayor, ancianos, personas mayores, edad avanzada
Τυχαίες λέξεις
Ηλικία στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: envejecer, edad, era, la edad, años, de edad, edad de
Μεταφράσεις: envejecer, edad, era, la edad, años, de edad, edad de