Estrechar στα ελληνικά
Μετάφραση: estrechar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκαλιάζω, στύβω, σφίγγω, ζουλώ, στριμώχνω, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- estratégico στα ελληνικά - στρατηγικός, στρατηγικό, στρατηγικές, στρατηγικού, στρατηγική, στρατηγικών
- estrechamente στα ελληνικά - σφικτά, σφιχτά, καλά, στενά, ερμητικά
- estrechez στα ελληνικά - δυστυχία, μιζέρια, στενότητα, στενότητας, η στενότητα, περιορισμένου εύρους, περιορισμένο εύρος
- estrecho στα ελληνικά - στενός, στενόχωρος, πορθμός, σφιχτός, κοντά, στενή, κλείσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Estrechar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκαλιάζω, στύβω, σφίγγω, ζουλώ, στριμώχνω, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
Μεταφράσεις: αγκαλιάζω, στύβω, σφίγγω, ζουλώ, στριμώχνω, στενός, στενό, στενά, στενή, στενές