Evidenciar στα ελληνικά
Μετάφραση: evidenciar, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαδηλώνω, αποδεικνύω, δείχνω, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν
Μεταφράσεις
- eventual στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, εφικτός, πιθανός, ενδεχόμενος, ενδεχόμενη, τελική, ...
- evidencia στα ελληνικά - απόδειξη, μαρτυρία, αποδεικτικό στοιχείο, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείξεις
- evidente στα ελληνικά - πεδιάδα, κάμπος, φανερός, προφανής, έκδηλος, εμφανής, φαινομενικός, ...
- evidentemente στα ελληνικά - εμφανώς, φαινομενικά, προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
Τυχαίες λέξεις
Evidenciar στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαδηλώνω, αποδεικνύω, δείχνω, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν
Μεταφράσεις: διαδηλώνω, αποδεικνύω, δείχνω, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν