Fin στα ελληνικά

Μετάφραση: fin, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπός, γκολ, σκοπεύω, τέλος, κατάληξη, στόχος, αντικειμενικός, βλέψη, τελειώνω, στοχεύω, αποβλέπω, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
Fin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • filón στα ελληνικά - φλέβα, φλέβας, πνεύμα, φλεβική, φλεβικής
  • filósofo στα ελληνικά - φιλόσοφος, φιλοσόφου, φιλόσοφο, φιλόσοφου
  • finado στα ελληνικά - αποθανών, πεθαμένος, νεκρός, αργά, τέλη, τέλη του, τέλη της, ...
  • final στα ελληνικά - απώτατος, φινάλε, ύστατος, τελικός, τέλος, κατάληξη, τελειώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Fin στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπός, γκολ, σκοπεύω, τέλος, κατάληξη, στόχος, αντικειμενικός, βλέψη, τελειώνω, στοχεύω, αποβλέπω, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη