Genuino στα ελληνικά

Μετάφραση: genuino, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, αυθεντικός, γνήσια, πραγματική, γνήσιο, πραγματικής
Genuino στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gentil στα ελληνικά - ωραίος, Χριστιανός, ειδωλολατρικός, ειδωλολάτρης, Gentile, Τζεντίλε
  • genética στα ελληνικά - γενετική, γενετικής, τη γενετική, η γενετική, της γενετικής
  • genético στα ελληνικά - γενετικός, γενετική, γενετικής, γενετικών, γενετικό, γενετικές
Τυχαίες λέξεις
Genuino στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, αυθεντικός, γνήσια, πραγματική, γνήσιο, πραγματικής