Haber στα ελληνικά

Μετάφραση: haber, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμπάρι, έχω, κρατώ, κτήμα, σπίτι, ακίνητο, έχε, περιουσία, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Haber στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • génesis στα ελληνικά - γένεση, Genesis, Γένεσης, Γένεσις, τη γένεση
  • góndola στα ελληνικά - γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola
  • habilidad στα ελληνικά - φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, επιδεξιότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, ...
  • habilidoso στα ελληνικά - ικανός, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Τυχαίες λέξεις
Haber στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμπάρι, έχω, κρατώ, κτήμα, σπίτι, ακίνητο, έχε, περιουσία, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε