Individual στα ελληνικά

Μετάφραση: individual, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνος, ατομικός, μονός, ανύπαντρος, άτομο, μονόκλινος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Individual στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indisposición στα ελληνικά - αδιαθεσία, αδιαθεσίας, ανημπόρια, κωλύματος, ανημποριά
  • indistinto στα ελληνικά - ασαφής, ακαθόριστος, λιποθυμώ, αμυδρός, αδιάκριτος, ακαθόριστα, δυσδιάκριτα, ...
  • individualidad στα ελληνικά - ατομικότητα, ατομικότητας, την ατομικότητα, ατομικότητά, η ατομικότητα
  • individualismo στα ελληνικά - ατομικισμός, ατομικισμό, ατομικισμού, τον ατομικισμό, ο ατομικισμός
Τυχαίες λέξεις
Individual στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνος, ατομικός, μονός, ανύπαντρος, άτομο, μονόκλινος, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες