Άτομο στα ισπανικά

Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
persona, individual, privado, partícula, individuo, personas, persona que, la persona
Άτομο στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτομο

άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας ισπανικά, άτομο στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • άτιμος στα ισπανικά - deshonesto, knavish, bribón
  • άτολμος στα ισπανικά - manso, apacible, vergonzoso, tímido, avergonzado, tímida, avergonzada
  • άτονος στα ισπανικά - tardo, desidioso, pesado, lánguido, lánguida, lánguidos, languidez, ...
  • άτρακτος στα ισπανικά - fuselaje, huso, eje, husillo, cabezal, del husillo
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: persona, individual, privado, partícula, individuo, personas, persona que, la persona