Inducir στα ελληνικά

Μετάφραση: inducir, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποβοηθώ, προκαλώ, πείθω, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν
Inducir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indoloro στα ελληνικά - ανώδυνος, ανώδυνη, ανώδυνο, ανώδυνες, ανώδυνα
  • inducción στα ελληνικά - επαγωγή, εισαγωγή, επαγωγής, πρόκληση, διέγερση, την επαγωγή
  • inductivo στα ελληνικά - επαγωγικός, επαγωγική, επαγωγικό, επαγωγικού, επαγωγικής
  • indudable στα ελληνικά - αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, αδιαμφισβήτητη, αδιαμφισβήτητο, αδιαμφισβήτητος
Τυχαίες λέξεις
Inducir στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποβοηθώ, προκαλώ, πείθω, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν