Υποβοηθώ στα ισπανικά
Μετάφραση: υποβοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
instigar, inducir, ayudar, ABET, ECBA, la ECBA, de ABET
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβοηθώ
υποβοηθώ συνώνυμα, υποβοηθώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, υποβοηθώ στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- υποβαθμίζω στα ισπανικά - degradar, rebaja, baja, downgrade, degradación
- υποβοηθητικός στα ισπανικά - filial, útil, útiles, como útiles, como útil, servicial
- υποβολέας στα ισπανικά - apuntador, instigador, instigadora, impulsor, incitador, de incitador
- υπογράφω στα ισπανικά - signo, firmar, seña, letrero, síntoma, señal, agüero, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποβοηθώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: instigar, inducir, ayudar, ABET, ECBA, la ECBA, de ABET
Μεταφράσεις: instigar, inducir, ayudar, ABET, ECBA, la ECBA, de ABET