Inquieto στα ελληνικά
Μετάφραση: inquieto, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανήσυχος, αγχώδης, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ανήσυχα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inoportuno στα ελληνικά - άβολος, λάθος, πρόωρος, πρόωρο, άκαιρη, τον πρόωρο, άκαιρες
- inorgánico στα ελληνικά - ανόργανος, ανόργανα, ανόργανο, ανόργανες, ανόργανων
- inquietud στα ελληνικά - βράζω, ανησυχία, ανησυχίας, νευρικότητα, την ανησυχία, η ανησυχία
- inquilino στα ελληνικά - νοικάρης, κολίγας, ένοικος, ενοικιαστής, μισθωτή, ενοικιαστή, μισθωτής
Τυχαίες λέξεις
Inquieto στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανήσυχος, αγχώδης, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ανήσυχα
Μεταφράσεις: ανήσυχος, αγχώδης, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ανήσυχα