Oficio στα ελληνικά

Μετάφραση: oficio, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχή, εμπόριο, επιτήδευμα, πόστο, δοκάρι, σταθμός, επάγγελμα, ταχυδρομώ, κατάληψη, λειτουργία, θώκος, γραφείο, λειτουργώ, δεξίωση, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Oficio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oficina στα ελληνικά - υπηρεσία, θώκος, πρακτορείο, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, ...
  • oficinista στα ελληνικά - υπάλληλος, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου
  • oficioso στα ελληνικά - εξυπηρετικός, άτυπος, ανεπίσημος, άτυπη, άτυπης, άτυπες
  • ofrecer στα ελληνικά - προσφορά, παραδίνω, προσφέρω, παρών, δώρο, παρουσιάζω, δίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Oficio στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχή, εμπόριο, επιτήδευμα, πόστο, δοκάρι, σταθμός, επάγγελμα, ταχυδρομώ, κατάληψη, λειτουργία, θώκος, γραφείο, λειτουργώ, δεξίωση, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο