Λειτουργώ στα ισπανικά
Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oficio, operar, actuar, funcionar, propósito, función, manejar, funcionará
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειτουργώ
λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, λειτουργώ στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- λειτουργία στα ισπανικά - funcionar, oficio, operar, operación, función, propósito, función de, ...
- λειτουργικός στα ισπανικά - funcional, funcionales, funcional de, funcionalidad
- λειχήνες στα ισπανικά - liquen, Líquenes, Los líquenes, Liquenes, liqúenes, Los liquenes
- λειψανοθήκη στα ισπανικά - relicario, relicario de, reliquia, el relicario, de relicario
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: oficio, operar, actuar, funcionar, propósito, función, manejar, funcionará
Μεταφράσεις: oficio, operar, actuar, funcionar, propósito, función, manejar, funcionará