Participio στα ελληνικά
Μετάφραση: participio, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- participante στα ελληνικά - συμμέτοχος, ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, αγωνιζόμενος, ανταγωνιστές, ανταγωνίστρια
- participar στα ελληνικά - γνωστοποιώ, εισέρχομαι, ειδοποιώ, πληροφορώ, μπαίνω, συμμετέχω, συμμετέχουν, ...
- partición στα ελληνικά - διαίρεση, διχασμός, μεραρχία, διχοτόμηση, χώρισμα, διαμέρισμα, κατάτμηση, ...
- particular στα ελληνικά - παράξενος, παράδοξος, ειδικότερα, ιδίως, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως το
Τυχαίες λέξεις
Participio στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
Μεταφράσεις: μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής