Prender στα ελληνικά
Μετάφραση: prender, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάβω, ξανθός, φωτίζω, φωτερός, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις
- básico στα ελληνικά - βασικός, βασικού, βασικές, βασική, βασικών
- cortés στα ελληνικά - ευγενικός, ευγενικό, εξυπηρετικό, ευγενικοί, ευγενική
- equivalente στα ελληνικά - ίσος, αντίστοιχος, ίσιος, ισότιμος, ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ...
- ilustrador στα ελληνικά - εικονογράφος, Illustrator, εικονογράφο, το Illustrator, του Illustrator
Τυχαίες λέξεις
Prender στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάβω, ξανθός, φωτίζω, φωτερός, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις: ανάβω, ξανθός, φωτίζω, φωτερός, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα