Restricción στα ελληνικά
Μετάφραση: restricción, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστολή, περιορισμός, περιστολή, φραγμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bajorrelieve στα ελληνικά - ανάγλυφο, ανάγλυφα, ανάγλυφου, ανάγλυφη, ανάγλυφες
- declive στα ελληνικά - πλαγιά, γέρνω, κατηφορίζω, κατήφορος, κλίση, κλίσης, πίστα, ...
- entremezclar στα ελληνικά - σμίγω, διασπείρω, διανθίστε, διασπείρει, διανθίζουν, διανθίζουν τον
- montículo στα ελληνικά - ανάχωμα, τούμπα, τούμπας, σωρός, τύμβο
Τυχαίες λέξεις
Restricción στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστολή, περιορισμός, περιστολή, φραγμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Μεταφράσεις: συστολή, περιορισμός, περιστολή, φραγμός, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό