Simultáneo στα ελληνικά
Μετάφραση: simultáneo, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονα, ταυτόχρονες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autonomía στα ελληνικά - αυτονομία, αυτονομίας, την αυτονομία, της αυτονομίας, η αυτονομία
- contraventana στα ελληνικά - παραθυρόφυλλο, κλείστρου, κλείστρο, του κλείστρου, διαφράγματος
- empaste στα ελληνικά - χορταστικός, σφράγισμα, γέμισμα, πλήρωση, πλήρωσης, πληρώσεως, γέμιση
- medición στα ελληνικά - μέτρηση, έρευνα, μετρώ, μελέτη, μέτρο, καταμέτρηση, ανασκόπηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Simultáneo στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονα, ταυτόχρονες
Μεταφράσεις: ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονα, ταυτόχρονες