Suspensión στα ελληνικά

Μετάφραση: suspensión, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακοπή, αναβολή, εκκρεμότητα, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
Suspensión στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bambolear στα ελληνικά - πείθω, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, κουνιέμαι, dangle, κουνάτε τα, κουνώ, ...
  • infantería στα ελληνικά - πεζικό, πεζικού, του πεζικού, το πεζικό, στο πεζικό
  • nervadura στα ελληνικά - πλευρό, νεύρωση, πλευρού, rib, πλευρών
  • orín στα ελληνικά - σκωρία, σκουριά, σκουριάς, τη σκουριά, της σκουριάς
Τυχαίες λέξεις
Suspensión στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακοπή, αναβολή, εκκρεμότητα, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα