Ανακοπή στα ισπανικά
Μετάφραση: ανακοπή, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suspensión, fracaso, fallo, falla, insuficiencia, el fracaso
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακοπή
ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή λεξικό γλώσσας ισπανικά, ανακοπή στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ανακοινώνω στα ισπανικά - proclamar, pregonar, promulgar, denunciar, anunciar, publicar, intimar, ...
- ανακολουθία στα ισπανικά - inconsecuencia, inconsistencia, incompatibilidad, incoherencia, incongruencia
- ανακουφίζω στα ισπανικά - libertar, aliviar, desahogar, librar, sosegar, aligerar, comodidad, ...
- ανακούφιση στα ισπανικά - alivio, asistencia, socorro, relieve, alivio de, el alivio
Τυχαίες λέξεις
Ανακοπή στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: suspensión, fracaso, fallo, falla, insuficiencia, el fracaso
Μεταφράσεις: suspensión, fracaso, fallo, falla, insuficiencia, el fracaso