Uso στα ελληνικά
Μετάφραση: uso, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, πλάθω, μόδα, διαμορφώνω, σχηματίζω, εργασία, χρησιμοποιώ, στύλος, άσκηση, έθιμο, ύφος, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- comenzar στα ελληνικά - ξεκινώ, ξεκίνημα, αρχίζω, αρχή, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ...
- demolición στα ελληνικά - κατεδάφιση, καταστροφή, όλεθρος, ρήμαγμα, κατεδάφισης, κατεδαφίσεων, κατεδαφίσεις, ...
- fricción στα ελληνικά - προστριβή, τριβή, τρίβω, τριβής, την τριβή, τριβές, της τριβής
- imparcial στα ελληνικά - αμερόληπτος, αμερόληπτη, αμερόληπτο, αμερόληπτες, αμερόληπτου
Τυχαίες λέξεις
Uso στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, πλάθω, μόδα, διαμορφώνω, σχηματίζω, εργασία, χρησιμοποιώ, στύλος, άσκηση, έθιμο, ύφος, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: χρήση, πλάθω, μόδα, διαμορφώνω, σχηματίζω, εργασία, χρησιμοποιώ, στύλος, άσκηση, έθιμο, ύφος, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση