Utensilio στα ελληνικά
Μετάφραση: utensilio, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκεύος, όργανο, υλοποιώ, εργαλείο, σκεύη, σκεύους, μαγειρικά σκεύη, τα μαγειρικά σκεύη
Μεταφράσεις
- apéndice στα ελληνικά - παράρτημα, συνεργός, προσάρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος
- billar στα ελληνικά - μπιλιάρδο, μπιλιάρδου, μπιλιάρδα, το μπιλιάρδο
- desnaturalizado στα ελληνικά - μετουσιωμένα, μετουσιωμένη, μετουσιωμένο, μετουσιώνεται, μετουσιωμένες
- majestuoso στα ελληνικά - μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, μαγευτική, μαγευτικό, μεγαλοπρεπή, μεγαλοπρεπές
Τυχαίες λέξεις
Utensilio στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκεύος, όργανο, υλοποιώ, εργαλείο, σκεύη, σκεύους, μαγειρικά σκεύη, τα μαγειρικά σκεύη
Μεταφράσεις: σκεύος, όργανο, υλοποιώ, εργαλείο, σκεύη, σκεύους, μαγειρικά σκεύη, τα μαγειρικά σκεύη