Vaho στα ελληνικά

Μετάφραση: vaho, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχλή, ατμός, καταχνιά, ομίχλη, ομίχλης, νέφους, νέφος, σταγονιδίων
Vaho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • astigmatismo στα ελληνικά - αστιγματισμός, αστιγματισμού, αστιγματισμό, τον αστιγματισμό, του αστιγματισμού
  • capitulación στα ελληνικά - παραδίδω, συνθηκολόγηση, συνθηκολόγησης, τη συνθηκολόγηση, συνθηκολόγηση της, η συνθηκολόγηση
  • gemido στα ελληνικά - μουγκρίζω, στριγγλίζω, μουγκρητό, τρίξιμο, στενάζω, βογγητό, βογκητό, ...
Τυχαίες λέξεις
Vaho στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχλή, ατμός, καταχνιά, ομίχλη, ομίχλης, νέφους, νέφος, σταγονιδίων