Varón στα ελληνικά
Μετάφραση: varón, Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισπανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Μεταφράσεις
- circunscribir στα ελληνικά - περιορίζω, περιγράφω, οριοθετούν, πλαισιώνει, οριοθετήσει
- copioso στα ελληνικά - άφθονος, άφθονες, άφθονο, άφθονη, πλούσιο
- debajo στα ελληνικά - παρακάτω, κάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω
- obstinado στα ελληνικά - πεισματάρης, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, πεισμωμένος, επίμονοι, Οι επίμονοι, Πεισματάρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Varón στα ελληνικά - Λεξικό: ισπανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Μεταφράσεις: άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών