Abitualmente στα ελληνικά
Μετάφραση: abitualmente, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινώς, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abito στα ελληνικά - ντύνω, κοστούμι, αρμόζω, εξυπηρετώ, βολεύω, ντύνομαι, φουστάνι, ...
- abituale στα ελληνικά - συνηθισμένος, συνήθης, κοινός, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
- abituare στα ελληνικά - εξοικειώνομαι, εγκλιματίζομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, ...
- abitudine στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, συνήθεια, χρήση, έξη, έθιμο, συνήθειας, συνήθεια να, ...
Τυχαίες λέξεις
Abitualmente στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινώς, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Μεταφράσεις: κοινώς, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα