Accidentato στα ελληνικά

Μετάφραση: accidentato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονός, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Accidentato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accidentale στα ελληνικά - πρόχειρος, τύχη, ανεπίσημος, ευκαιρία, τυχαίος, ξέγνοιαστος, συγκυρία, ...
  • accidente στα ελληνικά - ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
  • accidia στα ελληνικά - οκνηρία, αδράνεια, νωθρότητα, νωθρότητας, η νωθρότητα, οκνηρίας
Τυχαίες λέξεις
Accidentato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονός, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα