Affamato στα ελληνικά

Μετάφραση: affamato, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
Affamato στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affabile στα ελληνικά - πρόσχαρος, ζεστός, φιλόφρων, αβρός, αξιαγάπητος, προσηνής, φιλικός, ...
  • affamare στα ελληνικά - πεινώ, λιμοκτονώ, πεθαίνω της πείνας, λιμοκτονήσουν, λιμοκτονούν, να λιμοκτονήσουν, λιμοκτονήσει
  • affannare στα ελληνικά - ανησυχώ, έννοια
  • affanno στα ελληνικά - δύσπνοια, λαχάνιασμα, δύσπνοιας, δυσκολία στην αναπνοή, η δύσπνοια
Τυχαίες λέξεις
Affamato στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα