Affatto στα ελληνικά

Μετάφραση: affatto, Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ιταλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρκετά, εντελώς, καθόλου, και καθόλου, δεν είναι καθόλου, δεν ήταν καθόλου, διόλου
Affatto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affascinare στα ελληνικά - τραβώ, έλκω, γοητεύω, σαγηνεύω, προσελκύω, επισύρω, συναρπάζουν, ...
  • affaticare στα ελληνικά - κουράζω, εξαντλημένος, εξαντλώ, κουρασμένος, κούραση, κόπωση, κόπωσης, ...
  • affatturare στα ελληνικά - σαγηνεύω, μαγεμένος, μαγεμένοι, μαγεμένη, μάγεψε, μαγεμένο
  • affermare στα ελληνικά - κρατίδιο, διεκδικώ, κράτος, διαβεβαιώνω, διεκδίκηση, βεβαιώνω, ισχυρίζομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Affatto στα ελληνικά - Λεξικό: ιταλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρκετά, εντελώς, καθόλου, και καθόλου, δεν είναι καθόλου, δεν ήταν καθόλου, διόλου